Η υπερπρολακτιναιμία είναι η παρουσία υψηλότερων επιπέδων προλακτίνης στο αίμα απο το φυσιολογικό. Η προλακίνη είναι μια ορμόνη της υπόφυσης με πολλές βιολογικές δράσεις που αφορούν την αναπαραγωγή, το μεταβολισμό, τη συμπεριφορά, την ισορροπία ύδατος και αποτελεί το αίτιο στο 15-30% των περιπτώσεων αμηνόρροιας δηλ απουσίας περιόδου. Η αυξημένη έκκριση προλακτίνης προκαλεί υπογονιμότητα αναστέλλοντας την ωορρηξία.
Τα συχνότερα συμπτώματα της υπερπρολακτιναιμίας είναι διαταραχές περιόδου με ή χωρίς γαλακτόρροια, δηλ. ροή εκκρίματος από το μαστό που δε σχετίζεται με θηλασμό. Υπάρχει και ποσοστό γυναικών που η υπερπρολακτιναιμία εκδηλώνεται μόνο με διαταραχές γονιμότητας χωρίς διαταραχές περίοδου.
Υπάρχουν φυσιολογικές και παθολογικές αιτίες αύξησης της προλακτίνης.
Στις φυσιολοφικές περιλαμβάνονται η εγκυμοσύνη, ο θηλασμός, το στρες σωματικό και ψυχολογικό, το φαγητό και ο ύπνος.
Η κυριότερη παθολογική αιτία αύξησης της προλακτίνης είναι η ύπαρξη αδενώματος υπόφυσης. Τα αδενώματα της υπόφυσης είναι καλοήθεις όγκοι που όταν είναι λειτουργικά εκκρίνουν ορμόνες σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα της φυσιολογικής έκκρισης. Σπανιότερα η υπερπρολακτιναιμία μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις του υποθαλάμου, τραυματισμό ή χειρουργείο της περιοχής και σε φάρμακα (κυρίως ψυχιατρικά).
Η θεραπεία είναι σχεδόν πάντα φαρμακευτική, όπου χορηγούμε για μεγάλα χρονικά διαστήματα αγωνιστές ντοπαμίνης. Η αποκατάσταση της γονιμότητας είναι πλήρης όταν τα επίπεδα προλακτίνης επιστρέψουν στο φυσιολογικό.