Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας που βρίσκεται μπροστά από την τραχεία και κάτω από το λάρυγγα. Παράγει τις θυρεοειδικές ορμόνες οι οποίες ρυθμίζουν το μεταβολισμό , τις καύσεις, την ανάπτυξη και γενικότερα την καλή λειτουργεία όλων των οργάνων του σώματος.
Η πιο συχνή αιτία υποθυρεοεδισμού στον αναπτυγμένο κόσμο είναι η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα Hashimoto όπου ο θυρεοειδής καταστρέφεται λόγω της παρουσίας αυτοαντισωμάτων. Η θυρεοειδική δυσλειτουργία είναι η δεύτερη πιο συχνή ενδοκρινοπάθεια στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας αφού 5-15% των γυναικών αυτών παρουσιάζουν θετικά θυρεοειδικά αυτοαντισώματα. Τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού στην εγκυμοσύνη είναι αντίστοιχα εκείνων που παρατηρούνται εκτός εγκυμοσύνης, όπως εύκολη κόπωση, δυσανεξία στο κρύο, δυσκοιλιότητα, αύξηση βάρους και μπορεί εύκολα να αγνοηθούν ή να αποδωθούν στην εγκυμοσύνη.
Ο υποθυρεοειδισμός στην εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει σημαντικές επιπλοκές τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο, επομένως η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή αντιμετώπισή του είναι ζωτικής σημασίας. Στις επιπλοκές αυτές περιλαμβάνονται σημαντική αύξηση του ποσοστού των αποβολών, προεκλαμψία και αυξημένη αρτηριακή πίεση της μητέρας, πρόωρος τοκετός, αλλά και χαμηλού βάρους γέννησης νεογνά με αυξημένη περιγεννητική νοσηρότητα. Επιπλέον όσο αφορά στο νεογνό ο υποθυρεοειδισμός σχετίζεται με διαταραγμένη ανάπτυξη εγκεφάλου και ανεπαρκή νευρολογική ωρίμαση. Ακόμα και στον υποκλινικό υποθυρεοειδισμό όπου οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι εντός φυσιολογικών ορίων, αλλά είναι αυξημένη η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη της υπόφυσης φαίνεται πως αρκετές από τις παραπάνω επιπλοκές όπως οι αποβολές και ο πρώορος τοκετός είναι αυξημένες σε σχέση την ευθυρεοειδική κατάσταση. Ο έγκαιρος έλεγχος των γυναικών ακόμα και πριν τη σύλληψη, ιδίως σε γυναίκες με ιστορικό θυρεοειδικής νόσου στο παρελθόν ή/και αποβολών θα μειώσει τα ποσοστά δυσμενούς έκβασης της εγκυμοσύνης.
Ο υπερθυρεοειδισμός οφείλεται κυρίως σε νόσο του Graves που είναι αυτοάνοση πάθηση. Τα αυξημένα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στην κυκλοφορία της μητέρας δε φαίνεται να επηρεάζουν άμεσα το έμβρυο, η μεταφορά όμως μέσω του πλακούντα αντισωμάτων ή/και αντιθυρεοειδικών φαρμάκων μπορεί να οδηγήσει σε υποθυρεοειδικό ή θυρεοτοξικό έμβρυο. Σε γυναίκες με υπερθυρεοειδισμό και διαταραχές περιόδου, το ενδεχόμενο εγκυμοσύνης είναι πιθανό. Όταν όμως μια υπερθυρεοειδική γυναίκα συλλαμβάνει παρατηρείται αυξημένη νοσηρότητα τόσο της ίδιας όσο και του εμβρύου, ενώ υπάρχει αυξημένη πιθανότητα προεκλαμψίας, αποβολής και γέννησης νεογνών με ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης (IUGR).
Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού οδηγεί σε φυσιολογικούς φυσιολογικούς κύκλους και σε αποκατάσταση της γονιμότητας. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο αντεδύκνειται σε γυναίκες που επιθυμούν άμεσα εγκυμοσύνη. Συνήθως προτιμούμε τη φαρμακευτική αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού, ενώ αν αυτή δεν είναι αποτελεσματική προχωρούμε σε χειρουργείο στο 2ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.