Υπογονιμότητα

Υπογονιμότητα, σύμφωνα με την Αμερικάνικη Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής, είναι η αδυναμία σύλληψης μετά από 1 έτος συστηματικών επαφών (τουλάχιστον 10 επαφές ανά μήνα) όταν η γυναίκα είναι κάτω από 35 ετών, ή μετά από 6 μήνες εφόσον η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών. Οι μελέτες δείχνουν ότι το 50% των ζευγαριών πετυχαίνουν εγκυμοσύνη σε 3 μήνες, το 70% σε 6 μήνες και το 85% σε 1 έτος.

Η υπογονιμότητα επομένως, είναι μία συχνή κατάσταση, αφού αφορά το 15-20% περίπου των ζευγαριών, με σημαντικές ψυχολογικές, οικονομικές, δημογραφικές και ιατρικές επιπτώσεις.

Ο γυναικείος παράγοντας υπογονιμότητας ευθύνεται για 30% περίπου των περιπτώσεων, ο ανδρικός παράγοντας για 30% επίσης, στο 20% περίπου των περιπτώσεων ευθύνονται και οι δύο, ενώ στο 20% των περιπτώσεων δε διαπιστώνεται κανένα αίτιο και η υπογονιμότητα χαρακτηρίζεται ως ανεξήγητη.

Τα ενδοκρινικά αίτια υπογονιμότητας ευθύνονται για το 20-30% των περιπτώσεων υπογονιμότητας στη γυναίκα και για το 5% στον άνδρα.

Τα κυριότερα ενδοκρινικά αίτια υπογονιμότητας στις γυναίκες είναι:

  • Αίτια υποθαλάμου-υπόφυσης όπως προλακτινώματα που προκαλούν υπερπρολακτιναιμία (Η υπόφυση είναι ένας αδένας σε μέγεθος μπιζελιού πίσω από τα μάτια, στη βάση του εγκεφάλου που ελέγχει την παραγωγή των περισσότερων ορμονών του σώματος και ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο που είναι μία περιοχή του εγκεφάλου η οποία συνδέει το νευρικό με το ενδοκρινικό μας σύστημα).
  • Παθήσεις θυρεοειδούς
  • Σακχαρώδης διαβήτης
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
  • Πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια
  • Διάφορα σύνδρομα υπερανδρογοναιμίας (Σ Cushing, όγκοι επινεφριδίων, συγγενής επινεφριδική υπερπλασία).

Η υπογονιμότητα στις περισσότερες ενδοκρινικές παθήσεις είναι αναστρέψιμη με τη διόρθωση της αιτίας που την προκαλεί, επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ενδοκρινολογικός έλεγχος κάθε υπογόνημου ζευγαριού.